υπερμάκης

υπερμάκης
ὑπέρμακες, Α
(δωρ. τ.) βλ. ὑπερμήκης.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ὑπερμάκει — ὑπερμά̱κει , ὑπερμάκης masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) ὑπερμά̱κει , ὑπερμάκης masc/fem/neut dat sg ὑπερμά̱κεϊ , ὑπερμάκης dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • υπερμήκης — ὑπέρμηκες, και δωρ. τ. ὑπερμάκης, ὑπέρμακες, Α 1. αυτός που έχει υπερβολικό μήκος, ο εξαιρετικά μακρός 2. (για βουνό) πάρα πολύ ψηλός 3. (για ήχο ή βοή) αυτός που φτάνει σε μεγάλη απόσταση, πολύ ισχυρός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + μήκης (< μῆκος) …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”